ἐρρώσαντο

ἐρρώσαντο
ῥώννυμι
strengthen
aor ind mid 3rd pl
ῥώομαι
move with speed
aor ind mid 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • SIPYLUM — et SIPYLUS, SIPYLOS Stephano, oppidum Lydiae in Magnesia, absorptum, teste Pliniô, l. 2. 6. 91. et l. 5. c. 29. Item Sipylus, mons ad Maeandrum fluvium prius Ceraunius, dictus, teste Plutarch. l. de Fluminibus et Montibus. Ovid. Met. l. 6. v. 149 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”